Ασχολίες κατοίκων

Γεωργία – Κτηνοτροφία
Τα επαγγέλματα, τα οποία ασκήθηκαν από την πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού, από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του, μέχρι πρόσφατα που αυξήθηκε ο πληθυσμός, με την εγκατάσταση ανθρώπων από άλλες περιοχές, ήταν του γεωργού και του κτηνοτρόφου. Οι χωρικοί καλλιεργούσαν σιτηρά, βίκο, φαβέττα και ρόβι, με τα οποία τάιζαν τα ζώα τους, καθώς και διάφορα είδη οσπρίων, όπως κουκιά, λουβιά, ρεβίθια, φακές και νομευτικά όπως ντομάτες, αγγουράκια, καρπούζια, πεπόνια, κ.ά. Αρχικά και για αιώνες ολόκληρους, οι γεωργοί του Αβδελλερού όργωναν τα χωράφια τους με ξυλάλετρο, που σερνόταν από βόδια, ή γαϊδούρια. Στη συνέχεια και πιο συγκεκριμένα κατά τη δεκαετία του 1940, εμφανίστηκαν τα σιδερένια άλετρα, τα οποία σαν ανθεκτικότερα και με περισσότερα «υνιά» – υπήρχαν και τρίυνα – σταδιακά αντικατέστησαν τα ξύλινα, που με την πάροδο του καιρού, έμειναν στο περιθώριο. Τα σιδεράλετρα διαδέχτηκαν τα μηχανοκίνητα τρακτέρ, τα οποία εξυπηρετούν μέχρι σήμερα τους γεωργούς. Εκτός από τον τρόπο οργώματος, αλλαγές παρουσιάστηκαν σε όλους τους τρόπους γεωργικών εργασιών, όπως το θερισμό, το αλώνισμα, την καταπολέμηση ζιζανίων κ.ά.

Η θεριστική μηχανή γνωστότερη ως «κομβάιν», έκανε τη γεωργική ζωή ανετότερη, συντόμευσε κατά πολύ το χρόνο θερισμού και εξουδετέρωσε το αλώνισμα, η διαδικασία του οποίου γίνεται από αυτό το μηχάνημα. Στο Αβδελλερό, «κομβάιν» είχε ο Ιωάννης Αντωνίου.
Οι ίδιοι άνθρωποι είχαν τα δικά τους κοπάδια με αιγοπρόβατα, τα οποία έβοσκαν όλη μέρα έξω στους κάμπους. Από τις πρωινές ώρες, ο κάθε βοσκός του χωριού οδηγούσε τα πρόβατά του στους κάμπους για βόσκηση κι επέστρεφε μαζί τους κατά τις απογευματινές ώρες. Οι βοσκοί είχαν σε κάποιο κτήμα τους, πηγάδι (λάκκο), από το οποίο αντλούσαν νερό για τις ανάγκες των αιγοπροβάτων τους. Κοντά στους λάκκους υπήρχαν οι «βούρνες» νερού, μέσα στις οποίες έπιναν τα ζώα. Από τις πρωϊνές ώρες, οι βοσκοί, συνοδεύοντας τα κοπάδια τους με συντροφιά τα μαντρόσκυλα, που βοηθούσαν στο έργο της φύλαξης των ζώων, γυρνούσαν τους κάμπους και τα βουναλάκια του Αβδελλερού, για να βοσκήσουν τα ζώα, τα οποία έτρωγαν αγριόχορτα, φύλλα των θάμνων και κλαδιά. Μετά το θερισμό των σπαρτών, τα κοπάδια είχαν για πολλές μέρες άφθονη τροφή, αφού έτρωγαν τα μικρά στελέχη των σιτηρών που έμεναν στη γη, τα καλούμενα «στρασσίδκια».

Στο λάκκο, έφταναν συνήθως, κοντά στις μεσημβρινές ώρες. Εκεί, τα ζώα έπιναν νερό και ξεκουράζονταν. Ο βοσκός αφού «ξιπότιζε» τα ζώα, έπαιρνε το μεσημεριανό του φαγητό και ξεκουραζόταν στη σκιά ενός δέντρου, που συνήθως υπήρχε δίπλα από το λάκκο. Η βόσκηση συνεχιζόταν και λίγο τις απογευματινές ώρες και μετά άρχιζε η πορεία της επιστροφής στο σπίτι, όπου ήταν η μάντρα του κοπαδιού.
Το απόγευμα προς το βράδυ, οι βοσκοί οδηγούσαν τα κοπάδια στις αυλές των σπιτιών τους, μέσα στις οποίες υπήρχαν τα λεγόμενα «στεγάδια» όπου διέμεναν τα ζώα. Στα στεγάδια, κατά τις απογευματινές προς βραδινές ώρες, γινόταν το άρμεγμα των ζώων. Συνήθως η γυναίκα του βοσκού, ή ένα από τα παιδιά του, οδηγούσαν ένα – ένα τα πρόβατα κοντά στο βοσκό, ο οποίος καθισμένος σε χαμηλό σκαμνί τα άρμεγε. Το γάλα έμπαινε μέσα σε γαλευτήρι και στη συνέχεια μεταφερόταν σε μεγάλες «κούζες». Τόσο τα γαλευτήρια όσο και οι «κούζες» ήταν τσίγκινες, ενώ παλαιότερα πήλινες. Στη διάρκεια της μεταφοράς του γάλακτος από το γαλευτήρι στην κούζα γινόταν το «κούλιασμα», με τη χρήση γυναικείας κουρούκλας. Τη μεγαλύτερη ποσότητα γάλακτος την πουλούσαν σε τυροκόμους, στο γειτονικό χωριό Αθηένου. Το γάλα μεταφερόταν με γαϊδούρια στην Αθηένου, από τους ίδιους τους βοσκούς, ενώ αργότερα η μεταφορά του γινόταν με άμαξα, από το Γεώργιο Σωτήρη.


Σε χώρο του στεγαδιού υπήρχε «νισκιά» και όλα τα απαραίτητα που θα χρησιμοποιούσε η «βόσσιενα» – νοικοκυρά, για την παρασκευή των χαλλουμιών, των αναράδων και των πασχαλινών τυριών στην εποχή τους. Ακόμα, με το καϊμάκκι ή τσίππα του γάλακτος, οι οικοκυρές έφτιαχναν γλυκίσματα, όπως είναι τα «καττιμέρκα». Μερικές φορές έλιωναν την τσίππα κι έπαιρναν το βούτυρο της, τον οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική.
Σε κάθε ζώο, οι βοσκοί έδιναν και ένα όνομα, σύμφωνα με το χρώμα, το κορμί, τα κέρατα, κ.ά. Για παράδειγμα ένα πρόβατο ονομαζόταν Μαυρόψα από το μαύρο της χρώμα, Πυρόψα από το κοκκινωπό, Ασπρόψα από το άσπρο, Λαετού από το λαδί χρώμα, Στερέ όταν είχε άσπρη γραμμή στη μύτη, Σσιλιόνα όταν είχε ασπράδα στο λαιμό, Πατσάλα όταν ήταν παρδαλή, Σσιόνα όταν ήταν κάτασπρη, κ.ά. Μερικές ονομασίες που σχετίζονταν με τα κέρατα των ζώων ήταν: Καυκάρα όταν δεν είχε κέρατα, Τρούλλα όταν τα κέρατα ήταν γυριστά προς τα πάνω, Καλοήρα με κέρατα γυριστά, Μίτενα με κοντά αυτιά, Φκιακούρα με μεγάλα αυτιά, Χαπούπα χαμηλή στο ύψος κ.ά.
Είναι φανερό πως, δίπλα από τους γεωργοκτηνοτρόφους βρίσκονταν μέλη της οικογένειάς τους, που βοηθούσαν ποικιλότροπα, στις διάφορες εποχιακές, χειρωνακτικές εργασίες. Φυσικά, περισσότερη και ουσιαστικότερη βοήθεια πρόσφεραν οι γυναίκες. Βοηθούσαν στο θερισμό, το αλώνεμα, και τη συλλογή του καρπού των σιτηρών, των οσπρίων και των νομευτικών φυτών.

Παράλληλα με τις γεωργικές ασχολίες, οι γυναίκες του Αβδελλερού συνεισέφεραν στο οικογενειακό εισόδημα και μέσα από το βασικό κτηνοτροφικό προϊόν, το γάλα. Όπως προαναφέρθηκε, παρασκεύαζαν χαλλούμια, αναράδες, τραχανά, γιαούρτι και λαμπριάτικα τυριά που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα στις φλαούνες. Η παρασκευή τους γινόταν εποχιακά, αφού στη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου, οι βοσκοί πουλούσαν το γάλα σε εμπόρους. Έτσι, γίνεται κατανοητό πως, με την παραγωγή σιταριού, οσπρίων, νομευτικών, γαλακτοκομικών προϊόντων και κρέατος, τόσο αιγοπρόβιου όσο και των πουλερικών που εκτρέφονταν στα νοικοκυριά, οι οικογένειες ήταν αυτάρκεις στην πλειοψηφία των τροφίμων.
Ουσιαστική ήταν η βοήθεια και των μεγαλύτερων παιδιών της οικογένειας, τόσο σε γεωργικές, όσο και κτηνοτροφικές δουλειές. Τα αγόρια βοηθούσαν από τη νεαρή τους ηλικία τους γονείς, ενώ τα κορίτσια σε κάπως μεγαλύτερη.
Εκτός από τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, μερικοί κάτοικοι ασχολούνται με την αγελαδοτροφία. Σε κτήματα έξω από το χωριό υπάρχουν φάρμες αιγοπροβάτων και μια με αγελάδες. Αρκετοί είναι εκείνοι που εργάζονται στις πόλεις, κυρίως στην κοντινή Λάρνακα, ως υπάλληλοι, τεχνίτες, εργάτες κ.ά.

Εργασίες γυναικών

Οι γυναίκες του Αβδελλερού εκτός από τη βοήθεια που πρόσφεραν δίπλα στους συζύγους ή πατεράδες τους, σε γεωργοκτηνοτριφικές εργασίες, σε κάποιες περιπτώσεις, ενίσχυαν τους οικογενειακούς πόρους και με καθαρά δική τους δουλειά. Η ύφανση ήταν μια από τις εργασίες που μπορούσαν να ασκήσουν οι γυναίκες του χωριού, αφού η δουλειά γινόταν αποκλειστικά στο σπίτι και δεν ήταν αναγκαία η μετακίνηση τους εκτός του χωριού. Για την ύφανση, οι νοικοκυρές διέθεταν δικό τους αργαλειό – βούφα, στον οποίο ύφαιναν τα υφάσματα που χρειάζονταν στο σπίτι τους, ενώ υπήρχαν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ύφαιναν ύστερα από παραγγελία και με πληρωμή. Οι υφάντρες ύφαιναν σεντόνια, κλινοσκεπάσματα, κουρτίνες, υφάσματα με τα οποία έφτιαχναν φορέματα – ανδρικά και γυναικεία και άλλα είδη υφαντών.
Στο Αβδελλερό, με την ύφανση, ασχολήθηκε η μακαριστή Άννα Κωνσταντίνου, ίσως και άλλες γυναίκες σε πιο παλιές εποχές.